======================================
ΣΤΟ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Είδα σε αίθουσα τη σημαντική γερμανική ταινία «Στο λαβύρινθο της σιωπής» (2014, γερμανικός τίτλος «Im Labyrinth des Schweigens» και αγγλικός «Labyrinth of Lies»).
Είναι αρκετά σοβαρή πολιτική ταινία, διαφωτιστική για την κατάσταση στη Γερμανία τη δεκαετία του 1950, όπου οι βασανιστές των στρατοπέδων συγκέντρωσης κυκλοφορούσαν ελεύθεροι και μάλιστα εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι στη Γερμανία του οικονομικού θαύματος.
Στην περίπτωση που πιάνει το σενάριο, ένας βασανιστής ήταν εκπαιδευτικός («σας χρειάζεται θάλαμος αερίων» έλεγε), ενώ ως κεντρικό όνομα στην αναζήτηση που αναλαμβάνεται από τη εισαγγελία είναι ο γνωστός γιατρός («άγγελος του θανάτου») Γιόζεφ Μένγκελε που πειραματιζόταν βασανιστικά και σαδιστικά σε ζωντανούς ανθρώπους.
Σκηνοθεσία του Giulio Ricciarelli. Παίζουν: Alexander Fehling (ως βοηθός εισαγγελέα Johann Radmann), Friederike Becht (ως φίλη του Marlene) Gert Voss (ως ο Γενικός Εισαγγελέας Fritz Bauer που το όνομά του συνδέθηκε στη Γερμανία με το ηρωικό κυνήγι του Μένγκελε και των άλλων βασανιστών του Άουσβιτς).
======================================
Ο ΕΜΠΟΡΑΚΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΕΡΑΝΗΣ
Μια ενδιαφέρουσα ταινία του Ασγάρ Φαραντί
Είδα με μεγάλο ενδιαφέρον την ταινία Ο εμποράκος (2016) του Ασγάρ Φαραντί κυρίως για να δω, όπως και σε άλλες ιρανικές ταινίες, εάν και πώς περιγράφεται σε αυτές η πόλη. Η ταινία είχε για πολεογραφικό πλαίσιο την Τεχεράνη, όπως και το Ταξί στην Τεχεράνη (2015), του Τζαφάρ Παναχί, του οποίου Ο κύκλος ήταν ένα πραγματικό έργο της πόλης και του έξω. Ο Εμποράκος είχε βέβαια και μια κυρίαρχη διακειμενική αναφορά, που βλέπουμε και στον τίτλο, και ήταν το έργο του Άρθουρ Μίλερ Ο θάνατος του εμποράκου.
Με το βραβευμένο σενάριό του ο Ασγάρ Φαραντί αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού ζευγαριού που ζει στη μεγάλη πόλη. Ο σύζυγος είναι φιλόλογος, καθηγητής σε λύκειο, αλλά και ερασιτέχνης σκηνοθέτης και ηθοποιός που συμμετέχει με τη γυναίκα του στο ανέβασμα του αμερικανικού έργου. Από πλευράς εκπαιδευτικής τεκμηρίωσης υπάρχει αρκετό ενδιαφέρον, αφού βλέπουμε σκηνές από μαθήματα σε ένα ιρανικό λύκειο αρρένων.
Η καθημερινότητα στην πόλη αναδεικνύεται αρχικά με υπογράμμιση των δυσκολιών της διαβίωσης σε αυτή. Και μάλιστα προβάλλεται ο κίνδυνος που αισθητοποιείται από δόνηση στην πολυκατοικία τους και που προκαλείται (στην πολύσειστη αυτή χώρα) όχι από σεισμό αλλά από την κατασκευή διπλανού κτηρίου. Ο τεχνητός σεισμός καθιστά ακατοίκητο το διαμέρισμά τους και τους υποχρεώνει να το εγκαταλείψουν «εν μια νυκτί» σαν σεισμοπαθείς!
Βέβαια, χάρη σε μια γνωριμία (που όπως αντιλαμβανόμαστε στη συνέχεια πρόκειται για συνεργάτη-θιασάρχη στο θέατρο, που τους «πασάρει» το διαμέρισμα), οι συμπαθείς πρωταγωνιστές βρίσκουν αμέσως πρόχειρη στέγη σε άλλη πολυκατοικία. Αλλά το νέο διαμέρισμα το κατοικούσε μέχρι τότε μια άγνωστη σε μας γυναίκα, που καταλαβαίνουμε πως ήταν «ελευθερίων ηθών». Τι θα γινόταν τώρα με τους «φίλους» και τους «πελάτες» της; Θα συνέχιζαν να επισκέπτονται το «σπίτι»;
Η σύζυγος πέφτει λοιπόν θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού από άγνωστο «πελάτη». Το οδυνηρό γεγονός την οδηγεί να αρχίζει να βλέπει τον επίδοξο βιαστή της ακόμα και ανάμεσα στους θεατές των παραστάσεών τους. Ταυτόχρονα ο σύζυγος αποδίδεται σε αγώνα ταυτοποίησής του και καταδιωξής του στη μεγάλη πόλη. Και μάλιστα τον «ανώνυμο» ρόλο της (στη γνωστή ανωνυμία της πόλης) αναλαμβάνει να παίξει η ίδια η μικρή γειτονιά του νεοφερμένου ζευγαριού. Ο βιαστής είναι ίσως κάποιος κοντινός «εμποράκος», μεταφορέας, ντελιβεριτζής ή κάτι τέτοιο;
Ο Φαραντί προβάλλει σε πρώτο πλάνο τις ιδιαιτερότητες της ζωής στην πόλη. Ο παρατηρητικός θεατής θα έχει την ευκαιρία να δει, αν επιθυμεί, ενδιαφέρονται στοιχεία της δομής και της λειτουργίας της. Βέβαια, στην ταινία αυτή δεν φαίνεται πως στις επιδιώξεις του σκηνοθέτη είναι να επιτύχει μια ιδιαίτερη χωρογραφία της πόλης του. Εν τούτοις, έστω και άθελά του, οι λύσεις που δίνει στα ζητήματα του σεναρίου και της σκηνοθεσίας, περιέχουν σημαντικές πολεογραφικές ιδέες.
======================================
RODNYE – ΟΥΚΡΑΝΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ
Η ενδιαφέρουσα ταινία του Βιτάλι Μάνσκι
Ο σκηνοθέτης Vitaly Mansky γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ουκρανία, όταν αυτή ήταν ακόμα τμήμα της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης. Σπούδασε κινηματογράφο στη Μόσχα, και ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ως Ρώσο. Μετά την επανάσταση euromaidan (της «ευρω-πλατείας») το Φεβρουάριο του 2014, επί ένα χρόνο ταξίδεψε στην κανονική πατρίδα του την Ουκρανία παίρνοντας συνεντεύξεις από τους συγγενείς του και ρωτώντας τους για το πώς αισθάνονται. Με μόνο μειονέκτημα (που επισημάνθηκε σε μια τουλάχιστον κριτική) το γεγονός πως οι συνεντευξιαζόμενοι ήταν απλοί άνθρωποι και όχι ηθοποιοί, το εγχείρημά του θεωρείται ως «μια οδυνηρή πατριωτική-εθνολογική αναπαράσταση της ζωής στη χώρα αυτή με σημαντικές διεθνείς προεκτάσεις». Ο Μάνσκι είναι γνωστός στους Έλληνες κινηματογραφόφιλους από την ταινία του Κάτω από τον ήλιο που προβλήθηκε το Μάρτιο 2016 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και η αναρτησή μου αυτή γίνεται με την ευκαιρία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου (5-16 Οκτωβρίου 2016).
Ο Μάνσκι αρχίζει το ταξίδι του με ένα είδος συναισθηματικού προσκυνήματος στην ιδιαίτερη πατρίδα του Λεοντόπολη (που λέγεται Λβιβ στα ουκρανικά και έχει ποικίλες ονομασίες στις γειτονικές γλώσσες και χώρες) κοντά στα δυτικά σύνορα της Ουκρανίας με την Πολωνία. Στην κουβέντα με την ηλικιωμένη μητέρα του ακούει, για πρώτη φορά, πως αυτή είναι Πολωνέζα ή Λιθουανή ή τελοσπάντων πως η μία γιαγιά του είχε διαβατήριο πολωνικό και η άλλη λιθουανικό, χωρίς να μπορεί να βγάλει άκρη για την καταγωγή της μητέρας του.
Ο σκηνοθέτης συνεχίζει το ντοκιμαντερίστικο ταξίδι του στο λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας, τη γνωστή μας Οδησσό, όπου συναντάει την αδελφή του και τον γαμπρό του με τους οποίους συζητάει για τις σχέσεις με τη Ρωσία και το ρωσο-ουκρανικό πόλεμο εκείνης της περιόδου. Τα ίδια ζητηματα συζητά και με τους συγγενείς του σε σχέση με τη χερσόνησο της Κριμαίας, που είχε πρόσφατα προσαρτηθεί στη Ρωσία και παρατηρεί πως αυτοί έχουν φιλο-ρωσικές θέσεις, αλλά ανησυχούν για την κατοχή, η οποία έχει οδηγήσει σε οικονομικές κυρώσεις και …αποκλεισμούς από διεθνείς αθλητικές συναντήσεις. Όμως αλλού εκθειάζουν την αυστριακή πολεοδομία και αρχιτεκτονική της εποχής της Αυστροουγγρικής κατοχής.
Οι επόμενες συναντήσεις του σκηνοθέτη γίνονται στη Σεβαστούπολη, στην ουκρανική πρωτεύουσα Κίεβο αλλά και στην Περιοχή του Ντόνμπας, όπου τεκμηριώνει ζωτικότατα ζητήματα σχετικά με το διάχυτο φιλοευρωπαϊκό πνεύμα στη χώρα, τις εκτροπές εις μνήμη του Stepan Bandera, που ήταν σκληροπυρηνικός ουκρανός εθνικιστής, αλλά και την αντίθετη καθαρά φιλορωσική τοποθέτηση. Χαρακτηριστική είναι η συζήτηαη με μια συγγενή του που του διηγείται πως όταν ήταν μικρή μιλούσε ρωσικά και πως ουκρανικά άρχισε να μιλάει όταν πήγε στην κομμουνιστική νεολαία (Κομσομόλ). Και πως, μάλιστα, ένας ταξιτζης την κατέβασε από το αυτοκίνητο επειδή του είπε τη διεύθυνση στα ρωσικά και όχι στα ντόπια ουκρανικά.
Το φιλμ έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και, στην αλλαγή «κεφαλαίων» από πόλη σε πόλη, με μια ενδιάμεση «λευκή σελίδα», δείχνει σε ποια φάση της εξιστόρησης βρισκόμαστε. Όμως, για να το καταλάβει κάποιος ξένος, που δεν έχει γνώση της ουκρανικής πραγματικότητας, πρεπει να το ξαναδεί και να προετοιμαστεί με πολλά πληροφοριακά. Πάντως αξιζει σαν ένα ζωντανό άλμπουμ από τη ζωή στη χώρα αυτή και στις πόλεις της. Είναι πρωτότυπο γεωπολιτικό, εθνογραφικό και πολεογραφικό φιλμ.
======================================
ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΔΙΧΩΣ ΟΙΚΤΟ
Σε συνάντηση με τον Κερκ Ντάγκλας
Πριν λίγες ημέρες κουβεντιάζαμε με ένα φίλο για τις παλιές ταινίες που είχαμε δει με τον αιωνόβιο πια ηθοποιό Κερκ Ντάγκλας. Θυμηθήκαμε, ανάμεσα σε άλλες, τον Σπάρτακο και τον Βαν Γκονγκ. Επίσης εγώ δε ξεχνώ και την πολύ ενδιαφέρουσα ταινία «Υπόθεση βιασμού» που διαδραματίζεται σε μια μικρή γερμανική πόλη, άλλωστε ο πραγματικός τίτλος ήταν Town without pity (Πόλη χωρίς οίκτο).
Τόσο ο ελληνικός όσο ο πρωτότυπος τίτλος είναι, θα λέγαμε, και οι δυο σωστοί. Σύμφωνα με την υπόθεση της ταινίας κάποιοι στρατιώτες βιάζουν στην έξοδό τους μια κοπέλα και το ζήτημα φτάνει στο δικαστήριο. Ο αξιωματικός που ανέλαβε την υπεράσπισή τους έκανε μια βαθιά έρευνα για την οικογένεια και τη συμπεριφορά της κοπέλας. Κατάφερε έτσι να συγκεντρώσει στοιχεία που βοήθησαν να απαλλαγούν οι κατηγορούμεναι από τη μέγιστη επιβαλλόμενη ποινή.
Βέβαια στις ανδροκεντρικές μας κοινωνίες κάτι τέτοιο δεν είναι δύσκολο! Να τα φορτώσουμε στη γυναίκα! Ωστόσο η ταπείνωση της κοπέλας (που άκουσε και πολλά από συμπατριώτες της!) την οδήγησε στην αυτοκτονία. Όσοι έχουν ζήσει ή έχουν μεγαλώσει σε μικρές πόλεις γνωρίζουν καλά τις νοοτροπίες που καλλιεργούνται σε μερικές συντηρητικές κοινότητες, οπότε η αναπαράσταση της ζωής στη μικρή γερμανική πόλη δεν εκπλήσσει.
Για την ταινία, μου είχε δοθεί η ευκαιρία να πούμε δυο λόγια με τον ίδιο τον πρωταγωνιστή της ταινίας, τον Κερκ Ντάγκλας, όταν είχε έρθει στην Αθήνα. Ήταν το φθινόπωρο του 1964, που έκανε πολιτική περιοδεία ως «πρέσβης καλής θελήσεως» της χώρας του ‒είναι Αμερικανός, μετανάστης ρωσικής καταγωγής‒ και έτσι βρέθηκε στην Αθήνα.
Είχε λοιπόν κάποια συνάντηση στο ΕΚ Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά το ραντεβού δεν είχε οριστεί καλά. Έτσι, χρειάστηκε να «επιστρατευτούμε» κάποια άτομα για να καλύψουμε το κενό. Θυμάμαι το διευθυντή της Πανεπιστημιακής Λέσχης (Ιπποκράτους 15) που ήρθε «εμπερίστατος» στο γραφείο της ΔΕΣΠΑ (Διοικούσα Επιτροπή Συλλόγων Πανεπιστημίου Αθηνών), όπου συνεδριάζαμε η Φοιτητική Κινηματογραφική Λέσχη Αθηνών (ΦΚΛΑ). Μας είπε πώς είχε το ζήτημα και μας παρεκάλεσε να καλύψουμε εμείς την κατάσταση, πράγμα που κάναμε, πηγαίνοντας στο κτήριο του πανεπιστημίου, πολύ κοντά. Εκεί καθήσαμε και μιλήσαμε με τον πολύ δημοφιλή, τότε, ηθοποιό. Φυσικά εκείνος μας είπε, χαλαρά, τα δικά του, αλλά μετά στραφήκαμε και σε άλλα, ανάμεσα στα οποία και η μικρή πόλη δίχως οίκτο… Και με μια πάντα αλησμόνητη Παργινόσκαλα, είκοσι χρόνια πριν…
Ακούστε εδώ το πολύ ωραίο τραγούδι
======================================
ΤΟ ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ (THE FOUNTAIHEAD)
Η ταινία (σκηνοθέτης King Vidor, 1949) αναλύει σαν ειδική μονογραφία –αλλά με υπερβολικό τόνο– την προβληματική των αρχιτεκτονικών πολεοδομικών επεμβάσεων και τη σχέση των επαγγελματιών αρχιτεκτόνων με τις επεμβάσεις αυτές. Βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ayn Rand και έχει ίσως επηρεαστεί από τη ζωή και το έργο του αμερικανού αρχιτέκτονα Frank Lloyd Wright.
Στην ταινία θίγονται μερικά ζητήματα της αμερικανικής κοινωνίας που σχετίζονται κυρίως με τη δράση και τη στάση των αρχιτεκτόνων που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της όψης του αμερικανικού χώρου. Συζητιούνται θέματα όπως η σημασία των υλικών, η λειτουργική αποστολή των ανεγειρομένων κτιρίων, ο μοντερνισμός ως αρχιτεκτονική έκφραση, και άλλα.
Το κεντρικό ζήτημα πάντως παραμένει -όπως και στο βιβλίο της Ayn Rand- το κατά πόσο το δημιουργικό έργο του ανεξάρτητου ελεύθερου επαγγελματία αρχιτέκτονα μπορεί να αντιπαρατεθεί στη σύλληψη και τα αποτελέσματα που οφείλονται στη συλλογική προσπάθεια και στη συνεργασία περισσοτέρων ανθρώπων. Στην αντιπαράθεση του ενός, του ξεχωριστού, του πρωτουργού απέναντι στους πολλούς, τους μέσους και τη συλλογικότητα του μέσου όρου, η ταινία παίρνει τη θέση του ατόμου.
Με την ερμηνεία του ηθοποιού Γκάρυ Κούπερ έχουμε μια σχεδόν ανθρωπομορφική παράσταση της λιτότητας της μοντέρνας γραμμής που υπεστήριζε ο ήρωας της ταινίας αρχιτέκτονας Χάουαρντ Ρόαρκ. Ο ήρωάς μας ήταν μέχρις υπερβολής υπέρμαχος της μοντέρνας γραμμής αλλά και της ανόθευτης επιβολής των απόψεών του. Σε σημείο μάλιστα που να αρνείται οποιαδήποτε κερδοφόρα αρχιτεκτονική συνεργασία και να οδηγηθεί ακόμα και στην ανατίναξη με δυναμίτη μιας από τις νεόχτιστες πολυκατοικίες ενός προγράμματος λαϊκής στέγης στην ανέγερση της οποίας δεν τηρήθηκε το αρχικά μοντέρνο σχέδιό του.
Παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις για τις ατομικιστικές θέσεις που εκφράζονται απόλυτα και μεγαλομανιακά στην ταινία, και που αποτελούν μέρος της ιδεολογίας και της φιλοσοφίας της Ayn Rand, το ενδιαφέρον της ταινίας είναι αναμφισβήτητο όσον αφορά την ευαισθητοποίηση σε θέματα αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών επεμβάσεων.
Η Νέα Υόρκη, που επί ένα αιώνα τώρα αποτελεί χώρο εκδήλωσης τέτοιων επεμβάσεων, γίνεται το πιο φυσικό ντεκόρ για την εξέλιξη της υπόθεσης της ταινίας, που τελειώνει με το θριαμβευτή αρχιτέκτονα στην κορυφή του υπό ανέγερση «ψηλότερου κτιρίου του κόσμου». Ενός ακόμα…
==============================
ΛΟΥΘΗΡΟΣ
Στο Μουσείο Τεχνών & Επιστημών Ηπείρου
Το Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Ηπείρου μας ενημερώνει ότι αρχίζουν οι ΔΩΡΕΑΝ καλοκαιρινές προβολές επιλεγμένων κινηματογραφικών ταινιών στους χώρους του κάθε Τετάρτη 9.15το βράδυ. Έναρξη θα γίνει με την ταινία «ΛΟΥΘΗΡΟΣ» (2003) την επόμενη Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016, ώρα 21.15.
Λίγα λόγια για την ταινία:
Στις αρχές του 16ου αιώνα ο Μαρτίνος Λούθηρος, γερμανός φοιτητής Νομικής, αποφασίζει να αφιερώσει τη ζωή του στο Θεό. Η επαφή του όμως με τη διαφθορά στους κόλπους της παπικής εκκλησίας θα τον οδηγήσει στη διατύπωση των περίφημων 95 θέσεών του, οι οποίες θα αποτελέσουν τη βάση του προτεσταντισμού.
Ιστορική – Έγχρωμη – Διάρκεια: 120′ – Σκηνοθεσία: Ερικ Τιλ – Πρωταγωνιστούν: Τζόζεφ Φάινς, Αλφρεντ Μολίνα, Μπρούνο Γκανζ, Πίτερ Ουστίνοφ, Τζόναθαν Φερθ
================================
99 ΣΠΙΤΙΑ
Σε σχέση με την άγρια κοινωνική επικαιρότητα
Tο θέμα της ταινίας είναι οι πλειστηριασμοί και οι εξώσεις από τα σπίτια που αγοράστηκαν με δάνειο και των οποίων οι αγοραστές δεν καταφέρνουν να πληρώσουν τις δόσεις. Είναι μια δραματική ταινία που προσεγγίζει το ζήτημα στο επίπεδο των απλών ανθρώπων που δεν είναι «οι νικητές της ζωής» αλλά και μέσα από πτυχές της λειτουργίας της σύγχρονης οικονομίας.
Το τεκμηριώνει καταγγέλλοντας την απληστία που εκδηλώνεται και στα ανώτερα κλιμάκια των μεγάλων εργολαβικών επιχειρήσεων. «Το μόνο παιγνίδι στην πόλη είναι η λαιμαργία» ‒ αυτό είναι και το μότο της ταινίας. Εννοεί βέβαια την πόλη όπου διαδραματίζεται η ταινία, στον παράδεισο της Φλόριδας, αλλά προφανώς αφορά κάθε καπιταλιστική κοινωνία, όπως και η ελληνική, και κάθε καπιταλιστική πόλη, όπως οι ελληνικές.
Ας σημειώσω πως είδα την ταινία την πρώτη ημέρα προβολής της στην Αθήνα, αλλά στην αίθουσα, ενώ το ζήτημα βρισκόταν (Νοέμβριος 2015) στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας στην χώρα μας, στην προβολή των 8.30 μ.μ. είμασταν μόνο επτά θεατές. Εξάλλου στο μούλτιπλεξ της Γλυφάδας είχε προγραμματιστεί στη μικρότερη αίθουσα του συγκροτήματος, πράγμα που σημαίνει πως οι επιχειρηματίες είχαν κάνει σωστή πρόβλεψη για την αποτυχία της ταινίας και την μη προσέλευση του κοινού. Στο σάιτ της IMDb είχε εκείνη την εβδομάδα βαθμολογία θεατών 7,3/10. (Έτος: 2014, Σκηνοθεσία: ΡΑΜΙΝ ΜΠΑΧΡΑΝΙ).
================================
ΒΡΟΜΙΚΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ
Μια ταινία του 1980 που προφητεύει τη βρετανική επικαιρότητα
Ένας βρετανός κακοποιός, ο Χάρολντ, που θα τον συμπαθήσουμε (!) και που ακροβατεί ανάμεσα στην ξεπλυμένη νομιμότητα, την ιταλο-αμερικάνικη Μαφία και το ιρλανδικό απελευθερωτικό κίνημα, σχεδιάζει ανάπλαση του ανατολικού Λονδίνου – πράγμα που ξέρουμε πως έγινε πραγματικότητα, από τη δεκαετία του 1980. Είναι η γνωστή εντυπωσιακή πολεοδομική παρέμβαση στα λονδρέζικα λιμενικά docklands.
Σε κάποιο μεγάλο βαθμό πρόκειται για προφητική πολεογραφική ταινία. Απερίφραστα γκαγκστερική και ταυτόχρονα πατριωτική, με την έννοια της χώρας και της πόλης-πατρίδας. Δεν μας εκπλήσσει που συνοδεύεται από βόμβες που ανατινάζουν την παμπ – ορόσημο του Χάρολντ. Ποιος είναι ο εχθρός του; Μια άλλη πόλη; Το Μπέλφαστ του ιρλανδικού απελευθερωτικού κινήματος; Που, αν μη τι άλλο, καθυστέρησε, όπως μάθαμε, την κυκλοφορία της ταινίας αυτής, τo 1980/81, για να αποφευχθούν εκρηκτικά και ανατινάξεις στους λονδρέζικους κινηματογράφους …
«Το Βρώμικο Σαββατοκύριακο είναι το πρώτο πραγματικά θατσερικό κομμάτι του κινηματογράφου, μια ταινία που είχε προβλέψει την εκρηκτική ανθοφορία του Λονδίνου στην ανάπτυξή της ως παγκόσμιας πόλης. Πόλης-μαγνήτη για νέες μη μεταποιητικές («βιομηχανικές») επιχειρήσεις, μιας πόλης πρόθυμης να αγκαλιάσει την ελεύθερη αγορά και να υπάρξει ως το πραγματικό κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας». (The Spectator, 25/2/2009). Όσο για τον Χάρολντ και τους επιγόνους του, μήπως τώρα βρίσκονται «στους ψηλούς χαλύβδινους και γυάλινους πύργους, παρά να βρομίζουν τα χέρια τους στους λασπόδρομους;» όπως λέει ο Lou Thomas στο πρόγραμμα (φυλλάδιο) των προβολών του BFI (Brirtish Film Institute). Διάβαστε εδώ περισσότερα ή ακούστε την πολύ ωραία μουσική του Francis Monkman. (Έτος: 1980/81, Σκηνοθεσία: John Mackenzie)
================================
Ο ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Σε σχέση με τη δικαστική αθηναϊκή επικαιρότητα
Ένας νιουγιορκέζος αρχιτέκτονας, γίνεται αδίστακτος εκδικητής, όταν μια ομάδα κακοποιών σκοτώνουν τη γυναίκα του και βιάζουν την κόρη του. Ο αρχιτέκτονας ‒ επαγγελματικός συμβολισμός με προφανή σημασία σε σχέση με τη λειτουργία του χώρου της πόλης ‒ αναζητεί στις σκοτεινές γωνιές της και εκτελεί τους κακοποιούς. Καταφεύγει δηλαδή στην αυτοδικία.
Η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία αφού, όπως δήλωσε ο πρωταγωγιστής, αυτή «ικανοποιεί ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων που κακοποιήθηκαν και περιμένουν, μάταια, από τις αρχές να τους προστατεύσουν». Με την ευκαιρία, εξάλλου, του πρώτου από τα τα σίκουελς που ακολούθησαν («Ο εκτελεστής χωρίς οίκτο» και «Σε νόμιμη άμυνα») και απαντώντας στην κριτική που δέχθηκε η ταινία για τη σκληρότητά της από ομάδες πολιτών, ο Μπρόνσον πρόσθεσε «Δεν νομίζω ότι οι πολίτες προσπαθούν να μιμηθούν τις πρακτικές του ήρωα» .
Την ταινία επανέφερε στο αθηναϊκό προσκήνιο το Μάρτιο του 2010 ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Yale Στάθης Καλύβας, σε σχέση με την αύξηση, όπως φαίνεται, της εγκληματικότητας στην ελληνική πρωτεύουσα (Καθημερινή, 23.3.2010). (1974, σκην.: Michael Winner).
================================
ΜΟΙΡΑΙΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Για να μάθεις την αλήθεια πρέπει να μάθεις ποιος την κρύβει
Πριν δέκα ημέρες, στην παρουσίαση που κάναμε στην ΕΡΤ για τα αυτοκινητικά εγκλήματα, υποστήριξα πως στη χώρα υπάρχει μια διάχυτη κουλτούρα σεβασμού του αυτοκινήτου. Επρόκειτο να πω δυο λόγια (αλλά δεν πρόλαβα) για την ταινία αυτή και για τον τρόπο που επέλεξε ένας παρουσιαστής ταινιών να γράψει την υπόθεση. Κοιτάξτε πώς κρύβει την ουσία του εγκλήματος.
«Υπόθεση: Μια ζεστή νύχτα του Σεπτέμβρη ο καθηγητής Ίθαν Λέρνερ, η γυναίκα του και η κόρη τους παρακολουθούν περήφανοι ένα σχολικό κονσέρτο, όπου ο Τζος, 10χρονος γιος του ζευγαριού, παίζει τσέλο. Στο δρόμο για το σπίτι τους σταματούν σε ένα βενζινάδικο στη Reservation Road (που είναι ο τίτλος της ταινίας) και τότε, έξαφνα και με μυστήριο τρόπο το αγόρι εξαφανίζεται». Θα ρωτούσαμε «το πήραν οι εξωγήινοι»; Όχι βέβαια… αλλά ο αναλυτής επιλέγει να προβάλει το μυστήριο αντί να προϊδεάσει για το έγκλημα.
Η εμπορική αυτή περίληψη αποτελεί θλιβερό υπόδειγμα παραπειστικής παρουσίασης, μέσα στο πνεύμα της αυτοκινητόφιλης κουλτούρας, αφού, ήδη από την αρχή της ταινίας, ο θεατής βλέπει την αλήθεια: Το παιδί διασχίζει αμέριμνο το δρόμο για να αφήσει απέναντι, με οικολογική φροντίδα, ένα ζωάκι και το χτυπάει θανάσιμα ένας βιαστικός οδηγός με τζιπ, που δεν σταματάει.
Η ταινία είναι υποδειγματική γιατί παρουσιάζει πολλές κοινωνικές πτυχές του αυτοκινητικού εγκλήματος, όπως η τρομάρα του οδηγού και η αδυναμία έως άρνηση απονομής δικαιοσύνης ήδη από το επίπεδο της αστυνομίας και του δικηγόρου της ενάγουσας οικογένειας. Όπως και σε μια άλλη αμερικανική ταινία («Εκτελεστής της νύχτας», 1974) αναδεικνύεται και στην ταινία αυτή ακόμα και το ζήτημα της αυτοδικίας.
Δυστυχώς, εκτός από την περίληψη, και η κριτική της ταινίας δεν μπορούσε να είναι αντικειμενική αφού ο κάθε κριτικός είναι και οδηγός που δεν μπορεί να παραδεχθεί πως κρατάει όπλο, το αυτοκίνητο. Δεν αναδείχθηκαν λεπτομέρειες, π.χ., πως ο σκηνοθέτης έδειξε τζιπ κυνηγιού, σαν αυτά που βλέπουμε στις πόλεις μας, με «εμπρόσθια σχάρα», που πάντα προκαλούν θανατηφόρο χτύπημα σε ρινόκερους, ιπποποτάμους και στα παιδικά κεφαλάκια.
Για τον παγκόσμιο κινηματογράφο, που έχει γενικά αδιαφορήσει για τα παράπλευρα ζητήματα της εκφασίζουσας μαζικοποίησης της αυτοκίνησης, η αμερικανική προσέγγιση ξεφεύγει και δεν μένει «χολυγουντιανή». Το μότο της ταινίας (που υπάρχει στην αφίσα) είναι πολύ προχωρημένο και, θα λέγαμε, μπρεχτικό: «Για να μάθεις την αλήθεια πρέπει να μάθεις ποιος την κρύβει». (Έτος: 2007 — Σκηνοθέτης: Τέρι Τζορτζ).