Μάζεψ’ το για χάρη τους / το όμορφο το ρύζι. / Σιωπηλά, σπυρί-σπυρί, / αυτό εκεί που ασπρίζει.
Δίνουμε εδώ ένα ποίημα του ΑΜΑΝΟ Tadashi ( 天野 忠 σε hiragana あまの ただし, 1909 – 1993)που έχει ανθολογηθεί στη συλλογή μεταφρασμένης ιαπωνικής μεταπολεμικής ποίησης Guest κ.ά. Ο Ταντάσι Αμάνο είχε γεννηθεί στο Κιότο και εργαζόταν στη βιβλιοθήκη κολεγίου της πόλης Νάρα. Η ποίησή του αναγνωρίστηκε τη δεκαετία του 1970, στις τελευταίες δεκαετίες της βίου του. Συλλογές είχε εκδώσει από το 1932, αλλά, όπως αναφέρεται, ζώντας μακριά από το Τόκιο, που είναι το κέντρο της ιαπωνικής εκδοτικής κουλτούρας, δυσκολεύτηκε να πάρει το δρόμο της αναγνώρισης.
Προφανώς, εδώ περιγράφει σκηνές από τις συνθήκες διαβίωσης του ιαπωνικού λαού κατά τη διάρκεια της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας. Ίσως αναφέρεται και σε κάποιο γνωστότερο επεισόδιο ή σε κάποια εμπειρία του.
Ρύζι
Ελάτε μαζέψτε το ρύζι,
σκόρπιο στου τρένου τη γραμμή,
μουσκεμένο από τη βροχή.
«Βόμβα» τη λένε τη σακούλα,
ρύζι απ’ τη μαύρη αγορά,
πεταγμένη έξω, στη ζούλα,
καθώς το τρένο προχωρά.
Να το ρύζι στις γραμμές χυμένο,
δίπλα τους είναι απλωμένο.
Ελάτε μαζέψτε το ρύζι,
ολόγυρα που έχει σκορπιστεί
και το χτυπά τώρα βροχή.
Φέρτε την πάλι τη γυναίκα αυτή,
που χωροφύλακες, εκείνη, δεν την αφήσαν στο τρένο να μείνει.
Ρωτήστε την γιατί
ο άντρας της στον πόλεμο πήγε και χάθηκε εκεί.
Ρωτήστε την πώς
να αναθρέψει τα παιδιά της μπορεί
όταν τίποτα στο κελάρι δεν θα βρει.
Ρωτήστε την αν
να ζήσουνε μπορούν χωρίς καθόλου να πεινούν.
Ρωτήστε την αν
τα παιδιά της έχουνε ποτέ χορτάσει
‒το ριζάκι τους στη φέξη και στη χάση.
Ρωτήστε την ήσυχα, χωρίς ντροπή.
Λάμπει τώρα σιωπηλό
ό,τι άκαρδα χύθηκε εδώ
στη βροχή μέσα στη λάσπη,
ρύζι γεωργού τιμή,
το μεγάλωσε με υπομονή.
Μάζεψ’ το για χάρη τους
το όμορφο το ρύζι.
Σιωπηλά, σπυρί-σπυρί,
αυτό εκεί που ασπρίζει.
σκόρπιο στου τρένου τη γραμμή,
μουσκεμένο από τη βροχή.
«Βόμβα» τη λένε τη σακούλα,
ρύζι απ’ τη μαύρη αγορά,
πεταγμένη έξω, στη ζούλα,
καθώς το τρένο προχωρά.
Να το ρύζι στις γραμμές χυμένο,
δίπλα τους είναι απλωμένο.
Ελάτε μαζέψτε το ρύζι,
ολόγυρα που έχει σκορπιστεί
και το χτυπά τώρα βροχή.
Φέρτε την πάλι τη γυναίκα αυτή,
που χωροφύλακες, εκείνη, δεν την αφήσαν στο τρένο να μείνει.
Ρωτήστε την γιατί
ο άντρας της στον πόλεμο πήγε και χάθηκε εκεί.
Ρωτήστε την πώς
να αναθρέψει τα παιδιά της μπορεί
όταν τίποτα στο κελάρι δεν θα βρει.
Ρωτήστε την αν
να ζήσουνε μπορούν χωρίς καθόλου να πεινούν.
Ρωτήστε την αν
τα παιδιά της έχουνε ποτέ χορτάσει
‒το ριζάκι τους στη φέξη και στη χάση.
Ρωτήστε την ήσυχα, χωρίς ντροπή.
Λάμπει τώρα σιωπηλό
ό,τι άκαρδα χύθηκε εδώ
στη βροχή μέσα στη λάσπη,
ρύζι γεωργού τιμή,
το μεγάλωσε με υπομονή.
Μάζεψ’ το για χάρη τους
το όμορφο το ρύζι.
Σιωπηλά, σπυρί-σπυρί,
αυτό εκεί που ασπρίζει.